Αρνάλντο ντα Μπρέσια — (Arnaldo da Brescia, Μπρέσια περ. 1100 – Ρώμη 1155). Ιταλός εκκλησιαστικός και πολιτικός αναμορφωτής. Μαθητής και φίλος του Αβελάρδου, υπήρξε φανατικός πολέμιος των καταχρήσεων του κλήρου. Στη Ρώμη συνεργάστηκε με τους υποκινητές της κίνησης για… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
Άμπα, Τζουζέπε Τσέζαρε — (Giuseppe Cesare Abba, Κάιρο Μοντενότε, Ιταλία 1838 – Μπρέσια 1910). Ιταλός συγγραφέας. Υπήρξε ένας από τους Χίλιους (εθελοντές ερυθροχίτωνες του Γκαριμπάλντι) και πήρε μέρος σε όλες τις ένδοξες επιχειρήσεις των Γαριβαλδινών. Μετά την κατάληψη… … Dictionary of Greek
δίπτυχο — Κάθε αντικείμενο που διπλώνεται στα δύο. Στην ελληνική αρχαιότητα τα δ. χρησίμευαν ως πρόχειρα σημειωματάρια και ήταν κατασκευασμένα από δύο ξύλινες πινακίδες (δέλτους), που ενώνονταν με κρίκους ή ταινίες για να κλείνουν και να δένονται. Στις… … Dictionary of Greek
Μαρέντσιο, Λούκα — (Lucca Marenzio, Κοκάλιο, Μπρέσια 1553 – Ρώμη 1599), Ιταλός συνθέτης. Υπήρξε μαθητής του Τζοβάνι Κοντίνο, αρχιμουσικού του καθεδρικού ναού της Μπρέσια. Εργάστηκε στην υπηρεσία καρδιναλίων και πριγκίπων σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας (κυρίως στη… … Dictionary of Greek
Προάλπεις — (Voralpen γερμανικά, Basses Alpes γαλλικά, Prealpi ιταλικά). Ορεινά ανάγλυφα που συνοδεύουν σε όλο σχεδόν το μήκος τους τις νότιες και τις βόρειες κλιτύες των Αλπεων. Διαφέρουν από τις Άλπεις στη φύση των πετρωμάτων, στη μορφολογία, στην… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek
Χωραφάς — Επώνυμο κεφαλονίτικης οικογένειας στρατιωτικών, λογίων και επιστημόνων, η οποία κατάγεται, σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, από τους Caraffa τηςΝάπολης. Γενάρχης της θεωρείται ο Μάξιμος X., από τον οποίο προήλθαν δύο κλάδοι, ένας του… … Dictionary of Greek
Ουρσουλίνες — οι τάγμα καλογριών εκπαιδευτικών το οποίο ιδρύθηκε το 1537 στη πόλη Μπρέσια τής Ιταλίας στη μνήμη τής Αγίας Ούρσουλας, η οποία έζησε τον 3ο ή τον 5ο αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Ursuline < (Sainte) Ursule. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην… … Dictionary of Greek