Μπρέσια

Μπρέσια
(Brescia). Πόλη (187.856 κάτ.) της βόρειας Ιταλίας στη Λομβαρδία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (4.782 τ. χλμ., 1.106.373 κάτ.), κοντά στις Προάλπεις και στην κοιλάδα του Πάδου. Γαλατική αρχικά, περιήλθε αργότερα στους Ρωμαίους, οι οποίοι ίδρυσαν εκεί ανθούσα αποικία (της οποίας σώζονται μερικά ερείπια). Το 452 μ.Χ. καταστράφηκε από τον Αττίλα. Η εγκατάσταση των Λογγοβάρδων σ’ όλη αυτή την περιοχή ξανάδωσε σημασία στην πόλη, που διατηρεί πολυάριθμα μνημεία από την εποχή εκείνη. Ελεύθερη πόλη κατά τον Μεσαίωνα, περιήλθε στη Βενετία από τον 15o μέχρι τον 18o αι. Σήμερα είναι σημαντικό εμπορικό κέντρο με βιομηχανίες ειδών διατροφής, υφαντουργίας, μεταλλουργίας και μηχανών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αρνάλντο ντα Μπρέσια — (Arnaldo da Brescia, Μπρέσια περ. 1100 – Ρώμη 1155). Ιταλός εκκλησιαστικός και πολιτικός αναμορφωτής. Μαθητής και φίλος του Αβελάρδου, υπήρξε φανατικός πολέμιος των καταχρήσεων του κλήρου. Στη Ρώμη συνεργάστηκε με τους υποκινητές της κίνησης για… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • Άμπα, Τζουζέπε Τσέζαρε — (Giuseppe Cesare Abba, Κάιρο Μοντενότε, Ιταλία 1838 – Μπρέσια 1910). Ιταλός συγγραφέας. Υπήρξε ένας από τους Χίλιους (εθελοντές ερυθροχίτωνες του Γκαριμπάλντι) και πήρε μέρος σε όλες τις ένδοξες επιχειρήσεις των Γαριβαλδινών. Μετά την κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • δίπτυχο — Κάθε αντικείμενο που διπλώνεται στα δύο. Στην ελληνική αρχαιότητα τα δ. χρησίμευαν ως πρόχειρα σημειωματάρια και ήταν κατασκευασμένα από δύο ξύλινες πινακίδες (δέλτους), που ενώνονταν με κρίκους ή ταινίες για να κλείνουν και να δένονται. Στις… …   Dictionary of Greek

  • Μαρέντσιο, Λούκα — (Lucca Marenzio, Κοκάλιο, Μπρέσια 1553 – Ρώμη 1599), Ιταλός συνθέτης. Υπήρξε μαθητής του Τζοβάνι Κοντίνο, αρχιμουσικού του καθεδρικού ναού της Μπρέσια. Εργάστηκε στην υπηρεσία καρδιναλίων και πριγκίπων σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας (κυρίως στη… …   Dictionary of Greek

  • Προάλπεις — (Voralpen γερμανικά, Basses Alpes γαλλικά, Prealpi ιταλικά). Ορεινά ανάγλυφα που συνοδεύουν σε όλο σχεδόν το μήκος τους τις νότιες και τις βόρειες κλιτύες των Αλπεων. Διαφέρουν από τις Άλπεις στη φύση των πετρωμάτων, στη μορφολογία, στην… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

  • Χωραφάς — Επώνυμο κεφαλονίτικης οικογένειας στρατιωτικών, λογίων και επιστημόνων, η οποία κατάγεται, σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, από τους Caraffa τηςΝάπολης. Γενάρχης της θεωρείται ο Μάξιμος X., από τον οποίο προήλθαν δύο κλάδοι, ένας του… …   Dictionary of Greek

  • Ουρσουλίνες — οι τάγμα καλογριών εκπαιδευτικών το οποίο ιδρύθηκε το 1537 στη πόλη Μπρέσια τής Ιταλίας στη μνήμη τής Αγίας Ούρσουλας, η οποία έζησε τον 3ο ή τον 5ο αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Ursuline < (Sainte) Ursule. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”